-
1 грунт
1. (земля, почва) το έδαφος, η γηслабый - αδύνατο/μαλακό -2. стр. το χώμα""перемещать - μετατοπίζω το -утрамбовывать - πατώ/συμπιέζω το -3. (штукатурный) η πρώτη στρώση του σοβατίσματος 4. (в живописи) η πρώτη στρώση, το υπόστρωμα 5. (антикоррозийный) το αντισκωριακό υπόστρωμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > грунт